στερακτίνιο

στερακτίνιο
το, Ν
μονάδα μέτρησης στερεών γωνιών που έχει σύμβολο sr και είναι ίση με τη στερεά γωνία που έχει την κορυφή της στο κέντρο σφαίρας και αποκόπτει στην επιφάνεια τής σφαίρας αυτής εμβαδόν ίσο με το τετράγωνο τής ακτίνας τής σφαίρας, δηλαδή R2, όπου R είναι η ακτίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. steradian < στερεός / radian (< λατ. radius «ακτίνα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λούμεν — (lumen). Μονάδα φωτεινής ροής στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων. Συμβολίζεται με lm και ορίζεται ως η φωτεινή ροή που εκπέμπεται από μία ισοτροπική σημειακή πηγή, της οποίας η φωτεινή ένταση είναι ενός κηρίου (cd), μέσα σε στερεά γωνία που σχηματίζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”